- στρατωνισμός
- οεγκατάσταση σε στρατώνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στρατωνισμός — ο, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρατωνίζω και στρατωνίζομαι, εξασφάλιση στέγης σε στρατεύματα, εγκατάσταση στρατιωτών σε στρατώνες 2. το σύνολο τών καταλυμάτων που χρησιμοποιούνται για τη διαμονή στρατεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατών(ας)… … Dictionary of Greek